-
1 άλλο
-
2 ἀλλό-τυπος
ἀλλό-τυπος, anders geformt, VLL.
-
3 ἀλλό-φρων
-
4 ἀλλό-φατος
ἀλλό-φατος, 1) von anderen getödtet, VLL. – 2) verschiedenartig, χροιή Nic. Th. 148.
-
5 ἀλλό-φῡλος
-
6 ἀλλό-χρως
-
7 ἀλλό-χροια
ἀλλό-χροια, ἡ, Farbenwechsel, Sp.
-
8 ἀλλό-χροος
ἀλλό-χροος, zsgzg. - χρους, von anderer, veränderter Farbe, accus., Eur Hipp. 174.
-
9 ἀλλό-γνωτος
ἀλλό-γνωτος, andern bekannt, d. h. mir oder uns unbekannt, fremd, Hom. einmal, Od. 2, 366 ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ, v. l. ἀλλογνώτων Apoll. lex. Hom. 22, 16, v. l. ἀλλογνώστῳ Scholl., vgl. Eustath. p. 1450, 62.
-
10 ἀλλό-κοτος
ἀλλό-κοτος, ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von κότος in allgemeiner Bdtg von ἦϑος, wie ὀργή, VLL. ἐναντίον, ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. γνώμη τῶν πάρος, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; ὄνομα Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für πονηρός; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, πατήρ Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; πρᾶγμα ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ βαρύ Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. - τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
-
11 ἀλλό-γλωσσος
ἀλλό-γλωσσος, eine andere Sprache redend, Her. 2, 154 u. Sp.
-
12 ἀλλό-βιος
-
13 ἀλλό-δημα
-
14 ἀλλό-μορφος
ἀλλό-μορφος, anders gestaltet, Hippocr.
-
15 ἀλλό-θροος
ἀλλό-θροος, zsgzg. ἀλλόϑρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοϑρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόϑρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.
-
16 ἀλλο-πρός-αλλος
ἀλλο-πρός-αλλος, Hom-zweimal, Iliad. 5, 831 ἀλλοπρόσαλλον, 889 ἀλλοπρόσαλλε, Ares, der steh von einem zum andern hinwendet, wetterwendisch; πλοῦτος Leon. phil. (XV, 12); σέβας ἔχειν Agath. 38 (I, 34); auch in Prosa bei Sp.
-
17 ἀλλο-παθής
ἀλλο-παθής, ές, Einwirkung von etwas anderm erleidend, Sp.; bei Gramm. ῥῆμα, verbum transitivum.
-
18 ἀλλο-πλατεῖς
ἀλλο-πλατεῖς, Philox. Ath. IV, 147 b.
-
19 ἀλλο-πάθεια
ἀλλο-πάθεια, ἡ, fremde Einwirkung, Diod. S. ecl. 26 p. 513. Von
-
20 ἀλλο-τρόπως
ἀλλο-τρόπως, auf eine andere Art, Schol.
См. также в других словарях:
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) … Dictionary of Greek
ἄλλο — ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek